λειαντικός

λειαντικός
-ή, -ό (Α λεαντικός, -ή, -όν) [λειαίνω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λείανση ή ο κατάλληλος να κάνει κάτι λείο (α. «λειαντικά εργαλεία» — εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη λείανση
β. «λειαντικά μέσα» — σκληρά και αιχμηρά υλικά που εφαρμόζονται στα λειαντικά εργαλεία ή χρησιμοποιούνται με το χέρι και που μπορούν με τριβή υπό ταυτόχρονη πίεση να αποσπάσουν μικροσκοπικά σωματίδια από το υπό κατεργασία αντικείμενο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεαντικός — λεαντικός, ή, όν (Α) βλ. λειαντικός …   Dictionary of Greek

  • σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”