- λειαντικός
- -ή, -ό (Α λεαντικός, -ή, -όν) [λειαίνω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λείανση ή ο κατάλληλος να κάνει κάτι λείο (α. «λειαντικά εργαλεία» — εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη λείανσηβ. «λειαντικά μέσα» — σκληρά και αιχμηρά υλικά που εφαρμόζονται στα λειαντικά εργαλεία ή χρησιμοποιούνται με το χέρι και που μπορούν με τριβή υπό ταυτόχρονη πίεση να αποσπάσουν μικροσκοπικά σωματίδια από το υπό κατεργασία αντικείμενο).
Dictionary of Greek. 2013.